Tuesday, February 28, 2006

Σκανταλιές κι ανοησίες για ένα γλυκό κεράσι - το νέο μου βιβλίο για παιδιά

Τα τελευταία χρόνια ζω μεγάλα διαστήματα στον Άγιο Λαυρέντιο -ένα από τα χωριά του Πηλίου.
Είναι το μέρος που μου προσφέρει το χρόνο και τις συνθήκες για να μπορώ να γράφω.
Ανάμεσα στους φίλους που έχω εκεί, είναι και ο Μανώλης.
Από τον Μανώλη άκουσα, κάποια μέρα, μια ιστορία που του είχε του ίδιου συμβεί, όταν ήταν ένα μικρό παιδί.
Μια ιστορία απλή, απόλυτα παιδική, με το χωρατό της αλλά και με το νόημά της.
Αποφάσισα να την γράψω. Πίστευα πως θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Γελάστηκα. Γιατί δεν είναι τελικά και τόσο εύκολο να μεταφέρεις μια ιστορία του χτες στο σήμερα, ούτε και να συνδέσεις συνθήκες του παρελθόντος με καταστάσεις τωρινές.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει αρχές καλοκαιριού από τις Εκδόσεις Πατάκη, με εικόνες του Σπύρου Γούση.
Ένα μικρό απόσπασμα εδώ -έτσι σαν κέρασμα στην Άνοιξη που αύριο θα είναι μαζί μας.


Σκανταλιές κι ανοησίες για ένα γλυκό κεράσι

(απόσπασμα)

<<Όταν ήμουνα πάνω κάτω στα χρόνια σου, ζούσα με τους γονείς μου στο χωριό…>>
<<Σ΄ αυτό εδώ το χωριό;>> περισσότερες λεπτομέρειες ζητά να μάθει ο Μάνος.
<<Όχι σ΄ αυτό… Σ΄ ένα άλλο>>
<<Το ίδιο όμορφο;>> συνεχίζει τις ερωτήσεις του ο Μάνος καθώς πάνω από το κεφάλι του τα φύλλα της κερασιάς χαϊδεύονται από το αεράκι και κάτω, εκεί που τελειώνει το βουνό, η θάλασσα έχει βαφτεί με τα όμορφα χρώματα του δειλινού.
Ο παππούς Μανώλης αναστενάζει
<<Δεν ξέρω αν ήταν το ίδιο όμορφο… Πάντως ήταν πιο μικρό… Ένα φτωχό χωριό…>> ρουφά το τσιμπούκι του, <<Τότε που εγώ ήμουνα παιδί, τα περισσότερα χωριά μας ήταν φτωχά…>>
<<…Και πεινούσατε;>> ο Μάνος κοιτά κατάματα τον παππού του
<<Αν συνέχεια ερωτήσεις μου κάνεις, δεν θα μπορέσω να σου την ιστορία μου>>
Ο Μάνος αποφασίζει να κρατήσει κλειστό το στόμα του και ανοιχτά τα αυτιά του.
<<Πάντως αν θες να ξέρεις>> συνεχίζει ο παππούς Μανώλης, <<δεν πεινούσαμε, αλλά και πολλά πράγματα δεν είχαμε…>>
<<Δηλαδή;…>> ξέχασε την υπόσχεσή του ο Μάνος
<<Ε, να δεν είχα τα παιχνίδια που έχεις εσύ…>>
<<Δεν είχες τραινάκι;>> ξαφνιάζεται ο Μάνος
Η γιαγιά Ελένη από τη βεράντα, ακούγεται να γελά και πάλι.
<<Όχι τραινάκι δεν είχα…>> ο παππούς Μανώλης ανακατεύει τα μαλλιά του εγγονού του, <<Μα είχα γάιδαρο!...>> καμαρώνει ο παππούς.
Ο Μάνος ξαφνιάζεται. Μπορεί και να ζηλεύει.
<<Αληθινό;>> θέλει να μάθει.
<<Τι ψεύτικο;… Ψεύτικο είναι το τραινάκι σου, ο δικός μου γάιδαρος ήταν αληθινός!>>
<<Κι έπαιζες εσύ μαζί του, όπως εγώ με τον Ραστ;>>
<<Εκείνα τα χρόνια τα παιδιά δεν είχαν χρόνο για παιχνίδια. Βοηθούσαν τους γονείς τους στα χωράφια. Έτσι κι εγώ… Ο πατέρας μου φόρτωνε το γαϊδούρι με ξύλα κι εγώ το οδηγούσα πίσω στο σπίτι μας…>>
Η γιαγιά Ελένη παρακολουθεί την κουβέντα τους από τη βεράντα. Μα δεν αντέχει μόνο να ακούει, θέλει κι αυτή κάτι να πει,
<<Πες και για τα γλυκά που τότε φτιάχνανε οι μανάδες!>>
Ο παππούς κουνά το κεφάλι
<<Παγωτό πάντως σαν τον εγγονό μας, δεν είχα…>>
Γουρλώνει τα μάτια του ο Μάνος. Καλοκαίρι χωρίς παγωτό, γίνεται;
<<Τα γλυκά τα έφτιαχνε η μάνα μου… Δεν ήταν πολλά για να τα τρώω εγώ όσο θα ήθελα… Να, ας πούμε εσένα σε αφήνουμε να φας όσα κεράσια θέλεις… Εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό!>>
<<Γιατί;>> έχει ολότελα πια μπερδευτεί ο Μάνος.
Η γιαγιά Ελένη έρχεται δίπλα τους. Κρατά μια πιατέλα με πέντε κομμάτια γαλατόπιτας.
<<Γιατί για να γίνει το κεράσι γλυκό, θέλει πολύ δουλειά… Το ξέρεις αυτό από μόνος σου. Μα εκείνα τα χρόνια οι νοικοκυρές δεν είχαν πλυντήρια και ηλεκτρικές κουζίνες να τους κάνουνε εύκολη τη ζωή...>> λέει η γιαγιά Ελένη και δίνει στον Μάνο ένα κομμάτι πίτας τυλιγμένο μέσα σε χαρτοπετσέτα..
Αυτός δαγκώνει μια μπουκιά
Ο παππούς Μανώλης συνεχίζει
<<Κάνανε λοιπόν γλυκό του κουταλιού και επειδή ήταν το μόνο που είχανε, θέλανε να το φυλάνε για να έχουν να κερνάνε τους επισκέπτες… Η μάνα μου έφτιαχνε πολύ όμορφο γλυκό του κουταλιού, πολύ μου άρεσε, αλλά μιας και ήταν το μόνο γλυκό που είχε , το κρατούσε να το έχει για τις γιορτές και δεν με άφηνε να το τρώω όσο θα ήθελα.>>
<<Έφτιαχνε όμως και γαλατόπιτα… Από εκείνη έχω μάθει τη συνταγή!>> η γιαγιά Ελένη έχει καθίσει δίπλα τους.
Ο παππούς Μανώλης σηκώνει τα φρύδια του
<<Ναι, έφτιαχνε!>> λέει, << Μα κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, άντε και σε καμιά γιορτή… Όχι όπως τώρα εσύ που κάθε εβδομάδα ψήνεις ένα ολόκληρο ταψί>>
Ο Μάνος καταπίνει τη μπουκιά της γαλατόπιτας αλλά σκέφτεται πως θα ήταν να είχε μπροστά του ένα βάζο γεμάτο με γλυκό κεράσι και να μην του επιτρέπουν να το δοκιμάσει έστω…
<<Δηλαδή ούτε μια κουταλιά;…>> ζητά περισσότερες εξηγήσεις
<<Α, εσύ εκεί με το γλυκό κεράσι κολλημένος!...>> αστειεύεται ο παππούς, <<Λοιπόν, αφού τόσο το θες, να συνεχίσω κι εγώ εκείνη την ιστορία που ξεκίνησα να σου λέω…>>
Η γιαγιά Ελένη κόβει ένα κομμάτι γαλατόπιτας στα δυο. Το ένα το προσφέρει στον παππού, το άλλο το κρατά για τον εαυτό της.
Ο παππούς Μανώλης δεν δείχνει να το προσέχει. Λες κι έχει επιστρέψει στα χρόνια τα παλιά, τότε που ήταν παιδί… Ένα παιδί που λαχταρούσε να φάει γλυκό κεράσι
<<Μια φορά που λες, έφτιαξε το γλυκό της, το έβαλε μέσα σε ένα μεγάλο γυάλινο βάζο, το έκλεισε σφιχτά κι όπως με είδε να το κοιτώ με άγριες διαθέσεις, μου είπε να μη τολμήσω να δοκιμάσω γιατί τούτη τη χρονιά το γλυκό το είχε φτιάξει για να σκοτώσει τα ποντίκια στην αποθήκη κι έτσι είχε ρίξει μέσα ποντικοφάρμακο>>
<<Ποντικοφάρμακο;>> ο Μάνος ξαφνιάζεται, <<Μα τρώνε τα ποντίκια γλυκό;>>
<<Αλήθεια, Ελένη>> ο παππούς κρύβει το χαμόγελό του κάτω από το μουστάκι του και γυρνά γιαγιά, <<Τρώνε τα ποντίκια γλυκά του κουταλιού;>>
Η γιαγιά Ελένη χαμογελά κι αυτή,
<<Τα δικά μου πάντως όχι! Τόσο επιτυχημένα που τα φτιάχνω δεν προλαβαίνουν να μείνουν για πολύ στο βάζο!>> καμαρώνει.
Ο Μάνος έχει πεισμώσει* θέλει να μάθει
<<Τρώνε τα ποντίκια γλυκό του κουταλιού;>> ρωτά και πάλι
Ο παππούς Μανώλης έχει βαριά βλέφαρα. Έτσι όπως τα χαμηλώνει, του κρύβουν το βλέμμα.
<<Δεν ξέρω…>> λέει, <<Δεν το έμαθα ποτέ…>>
<<Δηλαδή την πίστεψες ή όχι τη μητέρα σου;>> ο Μάνος δεν έχει σκοπό να αφήσει σκοτεινό τίποτε
<<Την πίστεψα;…>> λες και μονολογεί ο παππούς Μανώλης κι έπειτα σηκώνει το βλέμμα, κοιτά τον εγγονό του <<Ήξερα πως έπρεπε να μη φάω το γλυκό… >>
Η γιαγιά Ελένη έχει τη δικιά της εξήγηση,
<< Και προτίμησες να πιστέψεις πως είχε ποντικοφάρμακο… «Ο φόβος φυλά τα έρμα» -που λένε…>>
<<Μπορεί έτσι νάγινε…>> αναστενάζει ο παππούς Μανώλης, <<Πάντως δεν τολμούσα να ανοίξω το βάζο, να χώσω μέσα το δάχτυλό μου και μετά να το γλύψω.>>
Ο Μάνος ακούει όσα αφηγείται ο παππούς και σκέφτεται πόσο άσχημο πρέπει να είναι να έχεις μπροστά σου ένα ολόκληρο βάζο με γλυκό κεράσι και να πρέπει να μη το φας, να μην επιτρέπεται μήτε το δαχτυλάκι σου να χώσεις μέσα και μετά να το γλύψεις!
Ο Ραστ ξύνει το δεξί του αυτί κι έπειτα γυρνά στη γιαγιά Ελένη και την κοιτά, της σπρώχνει την παλάμη –μάλλον λαχτάρισε κι αυτός λίγη γαλατόπιτα.
<<Λοιπόν;…>> ο Μάνος θέλει να μάθει τη συνέχεια

1 Comments:

Blogger Μανος Κοντολεων said...

Ναι, εδώ θα συμφωνήσω μαζί σου.
Και μάλιστα, όταν ξεκίνησα να συνθέτω αυτή την ιστορία, νόμισα πως θα είχα να αντιμετωπίσω μια έυκολη στην αφήγησή της περίπτωση. Αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσα πως πίσω από τα απλά γεγονότα υπήρχαν άλλα, πολύ πιο σύνθετα.
Αυτή είναι μια από τις μεγ΄λαες χαρές ενός συγγραφέα -να τον ξαφνιάζει το ίδιο του το γραπτό.

Thursday, May 11, 2006  

Post a Comment

<< Home