Το τίμημα του έρωτα και της εξουσίας
Το τίμημα του έρωτα και της εξουσίας ήταν ανέκαθεν ακριβό, ακόμα και για συγγραφείς που επιχείρησαν κατά καιρούς να το αποτυπώσουν, υπηρετώντας μονοδιάστατα τις αντιφάσεις ανάμεσα στη ψυχή και το μυαλό.
Για τον Μάνο Κοντολέων, όμως, αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι. Ο ίδιος περίμενε πολλά χρόνια για να επιχειρήσει αυτή την βαθιά κατάδυση και ίσως αυτό να στάθηκε καθοριστικό. Διότι για να βουτήξεις στο τίμημα του έρωτα και της εξουσίας και να επιστρέψεις στην επιφάνεια με τρία τόσο σημαντικά έργα, οφείλεις να γνωρίζεις πως έχεις γερή κράση. Η κράση του Κοντολέων γαλουχήθηκε μέσα από το απρόβλεπτο και την διαρκή ενασχόληση με διαφορετικά είδη, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, και φυσικά ιστορίες και παραμύθια για παιδιά. Γύρω στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, λοιπόν, αυτή η μη εφησυχασμένη φύση του τον οδήγησε σε τούτη την κατάδυση, από την οποία θα γεννιούνταν τα δύο πιο σημαντικά μυθιστορήματά του και η συλλογή διηγημάτων, με αφορμή την έκδοση της οποίας βρισκόμαστε σήμερα εδώ.
Πρώτος σταθμός αυτής της περιόδου, η «Ιστορία Ευνούχου». Εν έτει 2000. Όπου ο Κοντολέων βουτάει με τις φιάλες του γεμάτες από ερωτήματα και ισορροπίες τρόμου. Ο ήρωάς του, παιδί της Ανατολής από φτωχή οικογένεια, και αγόρι άκρως ερωτεύσιμο, μαγεύει στο παζάρι τον πρώτο αξιωματικό του κραταιού αφέντη. Γίνεται εραστής του για χρόνια και μαθαίνει τη ζωή των στρατοπέδων, βουτηγμένος κι αυτός στην ερωτική ιδιαιτερότητα του αξιωματούχου. Κάποτε ο στρατηλάτης επιστρέφει στην πατρίδα δοξασμένος, αλλά θανατώνεται και η χήρα του, εκδικούμενη τη συζυγική απιστία, ευνουχίζει το αγόρι. Κι από κείνη τη στιγμή, ο ακρωτηριασμένος Έλενος καταφεύγει στην άρνηση, γίνεται ο άνθρωπος του Δεν. Ως μοναδική διέξοδος εμφανίζεται η Γνώση. Και η Αυτοκαταστροφή, βέβαια. Αυτά τα δύο συνιστούν και το τίμημα της εξουσίας, έχοντας υποστεί μια τόσο βάναυση αναπηρία.
Στο βιβλίο ο Έρωτας έχει δύο όψεις. Μυθοποιείται και ταυτόχρονα απομυθοποιείται. Στν πρώτη περίπτωση, μέσα από την μαγεία του απραγματοποίητου πάθους. Στη δεύτερη, μέσα από την εναπομείνουσα λογική. Η εξουσία, όμως, έχει μόνο μία όψη. Τη γνώριμη σκληρή όψη, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ευνούχους, που τους αφαιρεί το δικαίωμα και την απόλαυση της ζωής.
Κι αυτός ο συμβολισμός δεν είναι ο μοναδικός. Όταν διάβασα πρώτη φορά το μυθιστόρημα, πίστεψα ότι ο συγγραφέας του μας γέλασε. Και του το είπα. «Γράφεις για την σημερινή εποχή», του είπα, «απλώς την έχεις μεταφέρει στο παρελθόν». Ύστερα, όμως, -όταν άρχισα να γράφω τον «Νέρωνα»- συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι και η πραγματική μαγεία ενός ιστορικού μυθιστορήματος: να μεταφέρεις το τώρα στο τότε, και να προσπαθήσεις να εγείρεις ερωτήματα διαχρονικής αξίας. Άλλωστε, η σημερινή εποχή είναι πλημμυρισμένη από ευνουχισμένους ανθρώπους, από ανθρώπους που ζουν μέσα από το ραγισμένο γυαλί του εαυτού τους.
Ο Κοντολέων πήρε έναν τέτοιο άνθρωπο και έπλασε μια ζωή που στην ουσία έχει μονοδρομηθεί ερήμην του. Μα έτσι δεν συμβαίνει και σήμερα; Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, ακόμα και στον καθρέφτη, θα αντιληφθούμε ψίγματα αυτής της πικρής αλήθειας.
Στο τέλος του βιβλίου, η κατάδυση του συγγραφέα έχει ανασύρει και κείνο το σύμβολο του ανίκανου πνευματικού και πολιτικού δεσπότη, που κι αυτό είναι τόσο επίκαιρο στις μέρες μας. Καθώς η ωραιότητα του έρωτα υποσκάπτεται από τα πλέγματα της εξουσίας, το μόνο που απομένει είναι η καθολική μοναξιά. Και μια κραυγή. Η κραυγή της αυτοτιμωρίας.
Η ίδια κραυγή θα γεννήσει, τρία χρόνια αργότερα, την «Ερωτική Αγωγή». Με μια σημαντική διαφορά. Η «Ιστορία Ευνούχου» μπορεί να εντρυφεί στην πληγή του αρσενικού, μα περιέχει και τα δύο φύλλα, λειτουργώντας και ως αυτόνομο Middlesex, (και αναφέρομαι στην ουσιαστική έννοια του όρου, όχι στο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη). Από την άλλη, η «Ερωτική Αγωγή» είναι ένα μυθιστόρημα αρσενικής κοπής. Μα ούτε κι αυτό είναι τυχαίο. Ο εικοστός αιώνας αποδείχτηκε ένας αιώνας αρσενικής κοπής, και αυτό ακριβώς πραγματεύεται εδώ ο Κοντολέων.
Και το πραγματεύεται μέσα από κάθε είδους υπέρβαση, τόσο ως προς την αφήγηση όσο και ως προς το συγγραφικό του όραμα. Έργο τολμηρό, ακραίο, σχεδόν βέβηλο, ακροβατεί ανάμεσα στις λεπτές αποχρώσεις του απώτατου ηδονισμού και στην κοινωνική τοιχογραφία μιας χώρας, που ψάχνει να δει το πρόσωπό της στο μεταίχμιο του απαγορευμένου και του επιτρεπτού. Εδώ ο έρωτας γίνεται το καύσιμο για να αναπτυχθεί η επική ιστορία ενός πατέρα κι ενός γιου, και μέσα από τούτη τη διαδρομή, αναδύεται η Ερωτική Αγωγή ενός τόπου κι ενός αιώνα, από τους οίκους ανοχής των Ιωαννίνων στις αρχές του 1900 ως τις ιστοσελίδες των ερωτικών κόμβων του Ίντερνετ του τέλους της εκατονταετίας. Αλλά δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα. Είναι ένα μυθιστόρημα για το πώς η δύναμη της σάρκας καθορίζει αυτό που ονομάζουμε «Ερωτική Αγωγή»: άλλοτε βάναυσα, άλλοτε τραγικά κι άλλοτε μέσα από κείνο το πρίσμα των συνθηκών που καθιστούν οποιαδήποτε σχέση μέσο ανέλιξης, τόσο κοινωνικής όσο και οικονομικής. Ο ρόλος της εξουσίας εδώ, δεν είναι παρά η ελευθερία της σεξουαλικής έκφρασης, κι αν αυτό έγινε παγίδα για πολλούς συγγραφείς στο παρελθόν, που δεν κατάφεραν να μην ενδώσουν στις σειρήνες της πορνογραφίας ή στην ευκολία του αβίαστου εντυπωσιασμού, για τον Κοντολέων γίνεται το κίνητρο για να κερδηθεί το παράτολμο λογοτεχνικό στοίχημά του: μέσα από τούτη την ελευθερία της σεξουαλικής έκφρασης, ο συγγραφέας αποστάζει το νέκταρ της ερωτικής συνείδησης του ελληνικού λαού στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα. Και στην πραγματικότητα αυτό που πετυχαίνει, δεν είναι μόνο μια βαθιά κατάδυση στα πιο περίπλοκα ερωτικά μας ένστικτα. Είναι αυτό που θα μπορούσε να προκύψει, εάν παραφράζαμε και τον τίτλο του κλασσικού έργου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ: Ο Έρωτας στα Χρόνια της Ελλάδας. Της σύγχρονης Ελλάδας. Με άλλα λόγια, μια μυθιστορηματική εγκυκλοπαίδεια Ερωτικής Αγωγής, η οποία όμως είναι περιπλεγμένη με όλες τις σημαντικές ιδεολογίες και τις διαψεύσεις ενός αιώνα που σημάδεψε βαθιά τον τόπο μας.
Ο Κοντολέων ξεκίνησε να γράφει την «Ερωτική Αγωγή» τον Μάιο του 2000, έχοντας συλλάβει από τότε όλο το εύρος του οράματός του. Ήταν η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτόν. Η αποδοχή της «Ιστορίας Ευνούχου» είχε γκρεμίσει μέσα του κάθε αναστολή ως προς την υπερκέραση των ορίων που αποζητούσε. Ο ίδιος παραδέχεται ότι σ’ αυτό συνέτεινε και η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μισέλ Ουελμπέκ «Τα στοιχειώδη σωματίδια». Αλλά ουδεμία ομοιότητα διακρίνει κανείς στα δύο αυτά έργα, πλην του οράματος. Η σύλληψη της «Ερωτικής Αγωγής» προυπήρχε χρόνια μέσα στις συγγραφικές ανησυχίες του και διάφορα ακατέργαστα στοιχεία της θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει και σε πρότερα έργα του. Προσωπικά, όμως, θεωρώ ότι κατά το διάστημα της συγγραφής του συγκεκριμένου έργου, από την άνοιξη του 2000 μέχρι το Νοέμβρη του 2002, ο Κοντολέων απελευθερώνεται πλήρως και βουτάει τόσο βαθιά στην ιστορία του, που κατά κάποιον τρόπο γίνεται συνοδοιπόρος του Χρήστου και του Άρη Βαλλή. Ένας συνοδοιπόρος-βιογράφος, που σμιλεύει κάθε λέξη και κάθε εικόνα μέσα σε τούτο το δίπολο έρωτα και κοινωνικής εξουσίας. Τον θυμάμαι να μιλάει με πάθος για τους ήρωές του, να τους λατρεύει και να τους μισεί, να τους φθονεί και να τους συμπονά, και μέσα από τούτη την πυρετώδη δική μας εποχή, να τους ζωντανεύει και να τους τοποθετεί στο πάνθεον των πιο αντιφατικών ηρώων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Κατά την ταπεινή μου άποψη, πρόκειται για το κορυφαίο του έργο μέχρι σήμερα, και αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία των τελευταίων ετών.
Εάν, λοιπόν, στην «Ερωτική Αγωγή» ο Κοντολέων κατόρθωσε να διατρέξει την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από τον έρωτα, το τρίτο μέρος αυτής της άτυπης τριλογίας δεν έρχεται παρά να επισφραγίσει την βασική του συγγραφική εμμονή: το πώς η ερωτική συμπεριφορά λειτουργεί ως θεμέλιο της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Στα εννέα διηγήματα που συγκροτούν τη συλλογή «Σχεδόν Έρωτας», και πάλι το καύσιμο είναι ο Έρωτας, αυτό το ανεπανάληπτο πάθος που απελευθερώνει και καταστρέφει με την ίδια ευκολία. Τρία χρόνια μετά την «Ερωτική Αγωγή», ο Κοντολέων συγκεντρώνει κείμενα που έχουν γραφτεί την τελευταία εικοσιπενταετία, ενσωματώνοντας στην γνώριμη, από μέρους του, υπονόμευση του αστικού ερωτισμού την δοξολογία του Ανικανοποίητου. Διότι εδώ υπηρετεί το υλικό του κάτω από έναν άλλο αστερισμό: το «Σχεδόν» του τίτλου. Και δεν μιλάω για την... ‘Σχεδόν’ Ερωτική Αγωγή των ηρώων, αφού αυτοί και πάλι εκφράζονται μέσω του πάθους τους, χρησιμοποιώντας τον έρωτα ως μέσο εξουσίας. Όχι. Μιλάω για το ανεκπλήρωτο, γι’ αυτό που δεν τελεσφορεί ποτέ. Το οποίο είναι εξίσου δυνατό, απείρως πιο επώδυνο, και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις, ΣΧΕΔΟΝ στοιχειωμένο.
Στοιχειωμένη, όμως, είναι και η εποχή. Η κάθε εποχή. Και καθώς ο Κοντολέων περιπλανιέται σε διάφορες εποχές, οι ήρωες του βιώνουν τον έρωτα με τον ίδιο στοιχειωμένο τρόπο, κάνοντάς μας να καταλάβουμε ότι οι σχεδόν έρωτες χαρίζουν σχεδόν ζωές, κομμάτια πόνου και οδύνης που ενώνονται μέσα από την απώλεια. Στο μεταξύ, στίχοι αγαπημένων ποιητών βρίσκονται διασπαρμένοι μέσα στα διηγήματα, ως φωνές από το υποσυνείδητο της ψυχής. Άλλες φορές δένονται με το κείμενο του συγγραφέα, ενεργοποιώντας και μια παράλληλη συνομιλία ανάμεσα στους δημιουργούς, και άλλες φορές λειτουργούν πιο αυτόνομα, προεκτείνοντας ή προϊδεάζοντας.
Εν τέλει, η αναζήτηση της ταυτότητας στον σύγχρονο κόσμο, κάτι που απασχολεί τον Κοντολέων σε όλο το φάσμα του έργου του, αναδύεται και δω μέσα από όλες αυτές τις εσωτερικές φωνές που συγκροτούν το κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Τις φωνές των ανέφικτων πόθων. Τις φωνές που παραπέμπουν στη βουή των παθών. Κάθε διήγημα και μια φωνή. Εννέα φωνές στο σύνολό τους, που μπορούν να διαβαστούν και ως προσωπικές προτάσεις ερωτογραφικού ύφους.
Και φτάνουμε στο ζητούμενο: τι συνδέει, πλην του έρωτα, όλα ετούτα τα πλάσματα που βαριανασαίνουν στις σελίδες των τριών αυτών βιβλίων; Τι τα κρατάει πιασμένα στο ίδιο αγκίστρι;
Η απάντηση είναι προφανής. Τα συνδέει ένας συγγραφέας που δεν φοβάται. Ένας συγγραφέας, του οποίου το αγκίστρι μοιάζει περισσότερο με τη βελόνα ενός εργόχειρου, μια βελόνα που κεντάει σύμπαντα αλλά που πολύ συχνά μπορεί να κόψει και το δέρμα. Ένας συγγραφέας που, μέσα από το δικό του κόψιμο στο δέρμα, προσπαθεί να ερμηνεύσει και να κατανοήσει. Και την ίδια ώρα να ανοίξει παράθυρα στα ένστικτα της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από κλωστές που μοιάζουν χιονισμένες.
Στέφανος Δάνδολος –ομιλία του στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ, 19 Οκτ. 2006
Για τον Μάνο Κοντολέων, όμως, αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι. Ο ίδιος περίμενε πολλά χρόνια για να επιχειρήσει αυτή την βαθιά κατάδυση και ίσως αυτό να στάθηκε καθοριστικό. Διότι για να βουτήξεις στο τίμημα του έρωτα και της εξουσίας και να επιστρέψεις στην επιφάνεια με τρία τόσο σημαντικά έργα, οφείλεις να γνωρίζεις πως έχεις γερή κράση. Η κράση του Κοντολέων γαλουχήθηκε μέσα από το απρόβλεπτο και την διαρκή ενασχόληση με διαφορετικά είδη, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, και φυσικά ιστορίες και παραμύθια για παιδιά. Γύρω στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, λοιπόν, αυτή η μη εφησυχασμένη φύση του τον οδήγησε σε τούτη την κατάδυση, από την οποία θα γεννιούνταν τα δύο πιο σημαντικά μυθιστορήματά του και η συλλογή διηγημάτων, με αφορμή την έκδοση της οποίας βρισκόμαστε σήμερα εδώ.
Πρώτος σταθμός αυτής της περιόδου, η «Ιστορία Ευνούχου». Εν έτει 2000. Όπου ο Κοντολέων βουτάει με τις φιάλες του γεμάτες από ερωτήματα και ισορροπίες τρόμου. Ο ήρωάς του, παιδί της Ανατολής από φτωχή οικογένεια, και αγόρι άκρως ερωτεύσιμο, μαγεύει στο παζάρι τον πρώτο αξιωματικό του κραταιού αφέντη. Γίνεται εραστής του για χρόνια και μαθαίνει τη ζωή των στρατοπέδων, βουτηγμένος κι αυτός στην ερωτική ιδιαιτερότητα του αξιωματούχου. Κάποτε ο στρατηλάτης επιστρέφει στην πατρίδα δοξασμένος, αλλά θανατώνεται και η χήρα του, εκδικούμενη τη συζυγική απιστία, ευνουχίζει το αγόρι. Κι από κείνη τη στιγμή, ο ακρωτηριασμένος Έλενος καταφεύγει στην άρνηση, γίνεται ο άνθρωπος του Δεν. Ως μοναδική διέξοδος εμφανίζεται η Γνώση. Και η Αυτοκαταστροφή, βέβαια. Αυτά τα δύο συνιστούν και το τίμημα της εξουσίας, έχοντας υποστεί μια τόσο βάναυση αναπηρία.
Στο βιβλίο ο Έρωτας έχει δύο όψεις. Μυθοποιείται και ταυτόχρονα απομυθοποιείται. Στν πρώτη περίπτωση, μέσα από την μαγεία του απραγματοποίητου πάθους. Στη δεύτερη, μέσα από την εναπομείνουσα λογική. Η εξουσία, όμως, έχει μόνο μία όψη. Τη γνώριμη σκληρή όψη, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ευνούχους, που τους αφαιρεί το δικαίωμα και την απόλαυση της ζωής.
Κι αυτός ο συμβολισμός δεν είναι ο μοναδικός. Όταν διάβασα πρώτη φορά το μυθιστόρημα, πίστεψα ότι ο συγγραφέας του μας γέλασε. Και του το είπα. «Γράφεις για την σημερινή εποχή», του είπα, «απλώς την έχεις μεταφέρει στο παρελθόν». Ύστερα, όμως, -όταν άρχισα να γράφω τον «Νέρωνα»- συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι και η πραγματική μαγεία ενός ιστορικού μυθιστορήματος: να μεταφέρεις το τώρα στο τότε, και να προσπαθήσεις να εγείρεις ερωτήματα διαχρονικής αξίας. Άλλωστε, η σημερινή εποχή είναι πλημμυρισμένη από ευνουχισμένους ανθρώπους, από ανθρώπους που ζουν μέσα από το ραγισμένο γυαλί του εαυτού τους.
Ο Κοντολέων πήρε έναν τέτοιο άνθρωπο και έπλασε μια ζωή που στην ουσία έχει μονοδρομηθεί ερήμην του. Μα έτσι δεν συμβαίνει και σήμερα; Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, ακόμα και στον καθρέφτη, θα αντιληφθούμε ψίγματα αυτής της πικρής αλήθειας.
Στο τέλος του βιβλίου, η κατάδυση του συγγραφέα έχει ανασύρει και κείνο το σύμβολο του ανίκανου πνευματικού και πολιτικού δεσπότη, που κι αυτό είναι τόσο επίκαιρο στις μέρες μας. Καθώς η ωραιότητα του έρωτα υποσκάπτεται από τα πλέγματα της εξουσίας, το μόνο που απομένει είναι η καθολική μοναξιά. Και μια κραυγή. Η κραυγή της αυτοτιμωρίας.
Η ίδια κραυγή θα γεννήσει, τρία χρόνια αργότερα, την «Ερωτική Αγωγή». Με μια σημαντική διαφορά. Η «Ιστορία Ευνούχου» μπορεί να εντρυφεί στην πληγή του αρσενικού, μα περιέχει και τα δύο φύλλα, λειτουργώντας και ως αυτόνομο Middlesex, (και αναφέρομαι στην ουσιαστική έννοια του όρου, όχι στο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη). Από την άλλη, η «Ερωτική Αγωγή» είναι ένα μυθιστόρημα αρσενικής κοπής. Μα ούτε κι αυτό είναι τυχαίο. Ο εικοστός αιώνας αποδείχτηκε ένας αιώνας αρσενικής κοπής, και αυτό ακριβώς πραγματεύεται εδώ ο Κοντολέων.
Και το πραγματεύεται μέσα από κάθε είδους υπέρβαση, τόσο ως προς την αφήγηση όσο και ως προς το συγγραφικό του όραμα. Έργο τολμηρό, ακραίο, σχεδόν βέβηλο, ακροβατεί ανάμεσα στις λεπτές αποχρώσεις του απώτατου ηδονισμού και στην κοινωνική τοιχογραφία μιας χώρας, που ψάχνει να δει το πρόσωπό της στο μεταίχμιο του απαγορευμένου και του επιτρεπτού. Εδώ ο έρωτας γίνεται το καύσιμο για να αναπτυχθεί η επική ιστορία ενός πατέρα κι ενός γιου, και μέσα από τούτη τη διαδρομή, αναδύεται η Ερωτική Αγωγή ενός τόπου κι ενός αιώνα, από τους οίκους ανοχής των Ιωαννίνων στις αρχές του 1900 ως τις ιστοσελίδες των ερωτικών κόμβων του Ίντερνετ του τέλους της εκατονταετίας. Αλλά δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα. Είναι ένα μυθιστόρημα για το πώς η δύναμη της σάρκας καθορίζει αυτό που ονομάζουμε «Ερωτική Αγωγή»: άλλοτε βάναυσα, άλλοτε τραγικά κι άλλοτε μέσα από κείνο το πρίσμα των συνθηκών που καθιστούν οποιαδήποτε σχέση μέσο ανέλιξης, τόσο κοινωνικής όσο και οικονομικής. Ο ρόλος της εξουσίας εδώ, δεν είναι παρά η ελευθερία της σεξουαλικής έκφρασης, κι αν αυτό έγινε παγίδα για πολλούς συγγραφείς στο παρελθόν, που δεν κατάφεραν να μην ενδώσουν στις σειρήνες της πορνογραφίας ή στην ευκολία του αβίαστου εντυπωσιασμού, για τον Κοντολέων γίνεται το κίνητρο για να κερδηθεί το παράτολμο λογοτεχνικό στοίχημά του: μέσα από τούτη την ελευθερία της σεξουαλικής έκφρασης, ο συγγραφέας αποστάζει το νέκταρ της ερωτικής συνείδησης του ελληνικού λαού στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα. Και στην πραγματικότητα αυτό που πετυχαίνει, δεν είναι μόνο μια βαθιά κατάδυση στα πιο περίπλοκα ερωτικά μας ένστικτα. Είναι αυτό που θα μπορούσε να προκύψει, εάν παραφράζαμε και τον τίτλο του κλασσικού έργου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ: Ο Έρωτας στα Χρόνια της Ελλάδας. Της σύγχρονης Ελλάδας. Με άλλα λόγια, μια μυθιστορηματική εγκυκλοπαίδεια Ερωτικής Αγωγής, η οποία όμως είναι περιπλεγμένη με όλες τις σημαντικές ιδεολογίες και τις διαψεύσεις ενός αιώνα που σημάδεψε βαθιά τον τόπο μας.
Ο Κοντολέων ξεκίνησε να γράφει την «Ερωτική Αγωγή» τον Μάιο του 2000, έχοντας συλλάβει από τότε όλο το εύρος του οράματός του. Ήταν η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτόν. Η αποδοχή της «Ιστορίας Ευνούχου» είχε γκρεμίσει μέσα του κάθε αναστολή ως προς την υπερκέραση των ορίων που αποζητούσε. Ο ίδιος παραδέχεται ότι σ’ αυτό συνέτεινε και η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μισέλ Ουελμπέκ «Τα στοιχειώδη σωματίδια». Αλλά ουδεμία ομοιότητα διακρίνει κανείς στα δύο αυτά έργα, πλην του οράματος. Η σύλληψη της «Ερωτικής Αγωγής» προυπήρχε χρόνια μέσα στις συγγραφικές ανησυχίες του και διάφορα ακατέργαστα στοιχεία της θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει και σε πρότερα έργα του. Προσωπικά, όμως, θεωρώ ότι κατά το διάστημα της συγγραφής του συγκεκριμένου έργου, από την άνοιξη του 2000 μέχρι το Νοέμβρη του 2002, ο Κοντολέων απελευθερώνεται πλήρως και βουτάει τόσο βαθιά στην ιστορία του, που κατά κάποιον τρόπο γίνεται συνοδοιπόρος του Χρήστου και του Άρη Βαλλή. Ένας συνοδοιπόρος-βιογράφος, που σμιλεύει κάθε λέξη και κάθε εικόνα μέσα σε τούτο το δίπολο έρωτα και κοινωνικής εξουσίας. Τον θυμάμαι να μιλάει με πάθος για τους ήρωές του, να τους λατρεύει και να τους μισεί, να τους φθονεί και να τους συμπονά, και μέσα από τούτη την πυρετώδη δική μας εποχή, να τους ζωντανεύει και να τους τοποθετεί στο πάνθεον των πιο αντιφατικών ηρώων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Κατά την ταπεινή μου άποψη, πρόκειται για το κορυφαίο του έργο μέχρι σήμερα, και αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία των τελευταίων ετών.
Εάν, λοιπόν, στην «Ερωτική Αγωγή» ο Κοντολέων κατόρθωσε να διατρέξει την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από τον έρωτα, το τρίτο μέρος αυτής της άτυπης τριλογίας δεν έρχεται παρά να επισφραγίσει την βασική του συγγραφική εμμονή: το πώς η ερωτική συμπεριφορά λειτουργεί ως θεμέλιο της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Στα εννέα διηγήματα που συγκροτούν τη συλλογή «Σχεδόν Έρωτας», και πάλι το καύσιμο είναι ο Έρωτας, αυτό το ανεπανάληπτο πάθος που απελευθερώνει και καταστρέφει με την ίδια ευκολία. Τρία χρόνια μετά την «Ερωτική Αγωγή», ο Κοντολέων συγκεντρώνει κείμενα που έχουν γραφτεί την τελευταία εικοσιπενταετία, ενσωματώνοντας στην γνώριμη, από μέρους του, υπονόμευση του αστικού ερωτισμού την δοξολογία του Ανικανοποίητου. Διότι εδώ υπηρετεί το υλικό του κάτω από έναν άλλο αστερισμό: το «Σχεδόν» του τίτλου. Και δεν μιλάω για την... ‘Σχεδόν’ Ερωτική Αγωγή των ηρώων, αφού αυτοί και πάλι εκφράζονται μέσω του πάθους τους, χρησιμοποιώντας τον έρωτα ως μέσο εξουσίας. Όχι. Μιλάω για το ανεκπλήρωτο, γι’ αυτό που δεν τελεσφορεί ποτέ. Το οποίο είναι εξίσου δυνατό, απείρως πιο επώδυνο, και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις, ΣΧΕΔΟΝ στοιχειωμένο.
Στοιχειωμένη, όμως, είναι και η εποχή. Η κάθε εποχή. Και καθώς ο Κοντολέων περιπλανιέται σε διάφορες εποχές, οι ήρωες του βιώνουν τον έρωτα με τον ίδιο στοιχειωμένο τρόπο, κάνοντάς μας να καταλάβουμε ότι οι σχεδόν έρωτες χαρίζουν σχεδόν ζωές, κομμάτια πόνου και οδύνης που ενώνονται μέσα από την απώλεια. Στο μεταξύ, στίχοι αγαπημένων ποιητών βρίσκονται διασπαρμένοι μέσα στα διηγήματα, ως φωνές από το υποσυνείδητο της ψυχής. Άλλες φορές δένονται με το κείμενο του συγγραφέα, ενεργοποιώντας και μια παράλληλη συνομιλία ανάμεσα στους δημιουργούς, και άλλες φορές λειτουργούν πιο αυτόνομα, προεκτείνοντας ή προϊδεάζοντας.
Εν τέλει, η αναζήτηση της ταυτότητας στον σύγχρονο κόσμο, κάτι που απασχολεί τον Κοντολέων σε όλο το φάσμα του έργου του, αναδύεται και δω μέσα από όλες αυτές τις εσωτερικές φωνές που συγκροτούν το κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Τις φωνές των ανέφικτων πόθων. Τις φωνές που παραπέμπουν στη βουή των παθών. Κάθε διήγημα και μια φωνή. Εννέα φωνές στο σύνολό τους, που μπορούν να διαβαστούν και ως προσωπικές προτάσεις ερωτογραφικού ύφους.
Και φτάνουμε στο ζητούμενο: τι συνδέει, πλην του έρωτα, όλα ετούτα τα πλάσματα που βαριανασαίνουν στις σελίδες των τριών αυτών βιβλίων; Τι τα κρατάει πιασμένα στο ίδιο αγκίστρι;
Η απάντηση είναι προφανής. Τα συνδέει ένας συγγραφέας που δεν φοβάται. Ένας συγγραφέας, του οποίου το αγκίστρι μοιάζει περισσότερο με τη βελόνα ενός εργόχειρου, μια βελόνα που κεντάει σύμπαντα αλλά που πολύ συχνά μπορεί να κόψει και το δέρμα. Ένας συγγραφέας που, μέσα από το δικό του κόψιμο στο δέρμα, προσπαθεί να ερμηνεύσει και να κατανοήσει. Και την ίδια ώρα να ανοίξει παράθυρα στα ένστικτα της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από κλωστές που μοιάζουν χιονισμένες.
Στέφανος Δάνδολος –ομιλία του στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ, 19 Οκτ. 2006
2 Comments:
ο κος Στέφανος Δάνδολος τα είπε όλα. θα συμφωνήσω με όλες του τις λέξεις.
το διάβασα και εγώ. αυτό που μπορώ να πω είναι ότι οι ήρωες με άγγιξαν. είδα τους χαρακτήρες, τους ένιωσα. γήινοι και απτοί, με προσωπικές ανάγκες και αναστολές. είναι άνθρωποι καθημερινοί, αλλά όχι διάφανοι. έχουν υφή, έχουν βαρύτητα, έχουν ανάγλυφα χαρακτηριστικά και ανάγκες. και αυτό το ανικανοποίητο... που το ανικανοποίητο τελικά είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. είναι τόσο γήινο και τόσο θεϊκό αυτό... το ανικανοποίητο.
ιστορίες που αποτυπώνονται σαν κάποιος να σε αγγίζει με πύρινο σίδερο (φορές-φορές) και ακουμπάνε τον αναγνώστη δυνατά.
να'στε καλά.
Ευχαριστώ Αλεξάνδρα.
Δεν είμαι εγώ που θα κρίνω τον τρόπο προσέγγισης του Δάνδολου, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να μην ομολογήσω πως αυτή η προσέγγιση με γέμισε με ικανοποίηση
Νάμαστε όλοι καλά
Post a Comment
<< Home