Διηγήματα που καταλήγουν στην αγάπη
Στο "Σχεδόν Έρωτας" ο Μάνος Κοντολέων συνομιλεί με τους ποιητές που τον στιγμάτισαν μέσα από εννιά ιστορίες που πραγματεύονται τη διαχρονικότητα των ανθρωπίνων συναισθημάτων.
"Αλλά γιατί Σχεδόν Έρωτας; Μα υπάρχει κάτι το θεϊκό, που ο άνθρωπος μπορεί να το ολοκληρώσει;"
Στο οπισθόφυλλο ήδη ο συγγραφέας ερμηνεύει τη βασική του συγγραφική εμμονή. Την εμμονή που συναντάμε παντού, ως υπαρξιακή αναζήτηση στο "Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο", ως εξουσιατικό μένος στο "Ιστορία Ευνούνου", ως κοινωνιολογικό ιστό στην ιστορία του κόσμου στην "Ερωτική Αγωγή". Ως πρόγευση παραδείσου στις "Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας".
Στο καινούργιο του βιβλίο "Σχεδόν Έρωτας" και ως ξόρκι θανάτου. Τον έρωτα μαζί με την ποίηση. Τη συνομιλία του συγγραφέα με τους ποιητές που αγάπησε. Αλλά και τη συνομιλία αυτή καθ΄ εαυτή του κειμένου, με ό,τι συγγενικό.
Στα περιεχόμενά του, εννέα ιστορίες.
Και ένα σημείωμα του συγγραφέα, αρκετά αποκαλυπτικό, για τις ιστορίες αλλά και γενικότερα τη δουλειά του. Τη δουλειά του που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο δισδιάστατο για τον μονοσήμαντο "κριτικό". Που τον αναζητεί πότε ως συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας και πότε μιας άλλης, λες κι η λογοτεχνία, τελικά, μοιράζεται και κόβεται στα δύο.
Αλλά και τώρα εμείς αναγκαστικά στα δύο θα τον χωρίσουμε. Ως συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας βεβαίως, παρ΄ ό,τι τον εκτιμώ, δεν τον απόλαυσα ποτέ γιατί σχεδόν μεγαλώσαμε παράλληλα, θέλω να πω ότι τον γνώρισα κι εγώ... μεγάλη. Αλλά ως συγγραφέα τον θεωρώ έτσι κι αλλιώς ήδη μεγάλο. Αρκούσε το ολιγοσέλιδο και αλληγορικό "Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο". Αλλά ακολούθησε το έτσι ή αλλιώς εντυπωσιακό μυθιστόρημα "Ιστορία Ευνούχου". Ο θείος έρωτας κόντρα στον ανθρώπινο. Ο ερωτισμός που υποτάσσεται, τελικά, στην εξουσία.
Στην "Ερωτική Αγωγή" ο συγγραφέας κατόρθωσε έναν άθλο. Να διατρέξει την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από τον έρωτα. Λες και να είναι ο άξονας πάνω στον οποίο πατά ο άνθρωπος, πάντοτε με το ένα του πόδι: για να αγγίξει τον θεό, τον θεϊκό εαυτό του, το κουκούτσι του είναι του, το απόλυτο. Το σημείο που τέμνεται, στα μύχια βάθη το φως και σκοτάδι.
Το ίδιο, ακριβώς, επιδιώκεται και στα εννιά διηγήματα. Ξεκινώντας αντίστροφα, απ΄ ότι ως τώρα έγινε, από την άπλετη θέα του παρόντος και καταλήγοντας σε ό,τι αρχικά αγάπησε. Σε ό,τι αποδείκνυε αυτό που θα γινότανε στο μέλλον.
Εξάλλου σ΄όλα η ίδια βασική εμμονή, όπως ο ίδιος αποδέχεται και παραδέχεται: "ο έρωτας" και "η συνομιλία των κειμένων".
Η συνομιλία των κειμένων σ΄αυτή τη συλλογή περισσότερο ορατή. Εφόσον και τα εννέα διηγήματα "ντύνονται" με την αύρα των ποιητών, το αχνάρι του ενός ακριβώς πάνω στο αχνάρι του άλλου. Ιστορίες που λες και συναντούν στον ουρανό των ιστορίων στίχους που υπογράφουν μεταξύ άλλων ο Σεφέρης, ο Καβάφης, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο Γιάννης Κοντός, η Ρούλα Κακλαμανάκη, ο Ν. Γ. Δαββέτας, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Τάκης Μενδράκος, ο Γιώργος Βέης, η Αθηνά Παπαδάκη, ο Γιάννης Τζανετάκης, ο Γιάννης Υφαντής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Γεωργούσης και ο Γιάννης Βαρβέρης. Στους οποίους και αφιερώνει τις ιστορίες του.
Ο έρωτας, η άλλη, η μεγάλη εμμονή, αγγίζει τα όρια της ταυτότητας στον "Δόλο". Μέσα από μαι ολυμπιονίκη που δεν γεννήθηκε ποτέ, όπως ποτέ δεν πέθανε κι εκείνο εκεί το άτυχο αγόρι που κάποτε υπήρξε.
Στη δεύτερη ιστορία "Όταν κάποιος Χρήστος γνώρισε μια Λέλα" ο έρωτας είχε μορφή παρένθεσης, εφόσον η κατάληξη για τον ήρωα ήταν τελικά ... προξενιό! Στν τρίτη "Με αεροπλάνα και βαπόρια" είναι ένας έρωτας που νίκησε τον χρόνο. Εφόσον στο φινάλε οι δυο παλιοί εραστές (νυν σύζυγοι) ζουν στο παρόν και στο παρελθόν τους ταυτόχρονα. Έτσι εκείνο το κορίτσι με την καπελιέρα στη Ζάκυνθο δεν θα γεράσει ποτέ. Στην τέταρτη ιστορία "Το κλομπ και το τσερκένι" ο έρωτας νικά τον θάνατο(εφόσον αυτό είναι και το μέγα ζητούμενο).
Στην πέμπτη, στις "Κόντρες", ξορκίζει τον φόβο του. Στην έκτη ιστορία "Νομίζω πως η λεωφόρος Συγγρού μου μοιάζει", ο έρωτας γίνεται δρόμος κι ύστερα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο με όλες τις αντιφάσεις μιας λεωφόρου Συγγρού που ξεπουλά, ξεπουλιέται και "βγαίνει" στη θάλασσα.
Στην έβδομη ιστορία "Οι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο", ο έρωτας αγγίζει τους αγγέλους.
Στην όγδοη "Οι χώροι των συνεργείων γι΄αυτοκίνητα έμοιαζαν με εκκλησίες", καθαγιάζει τους χώρους.
Στν ένατη "Τα δοκιμαστήρια των καταστημάτων που πουλάνε ρούχα" ο έρωτας γίνεται "ο άλλος".
Γιατί όλα, κι ο δρόμος, και οι πρόγονοι, κι ο άλλος, κι η κόντρα, και η ποίηση, και η γραφή, και η εξουσία, και η ερωμένη άγνωστη ή γνωστή τελικά οδηγούν πάντα σ΄αυτόν: στον έρωτα που θέλει να νικήσει την απώλεια και τον χρόνο. Στο "Σχεδόν έρωτα" τον ανθρώπινο που επιθύμησε μια υπέρβαση σχεδόν θεϊκή. Να τα βάλει με τον θάνατο και , τελικά, να τον νικήσει. Κι ας νικηθεί. Διότι θα νικηθεί οπωσδήποτε στο τέλος.
Ελένη Γκίκα -"ΕΘΝΟΣ ΑΟΥΤ" της Κυριακής, 30 Ιουλίου - 5 Αυγούστου, 2006
"Αλλά γιατί Σχεδόν Έρωτας; Μα υπάρχει κάτι το θεϊκό, που ο άνθρωπος μπορεί να το ολοκληρώσει;"
Στο οπισθόφυλλο ήδη ο συγγραφέας ερμηνεύει τη βασική του συγγραφική εμμονή. Την εμμονή που συναντάμε παντού, ως υπαρξιακή αναζήτηση στο "Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο", ως εξουσιατικό μένος στο "Ιστορία Ευνούνου", ως κοινωνιολογικό ιστό στην ιστορία του κόσμου στην "Ερωτική Αγωγή". Ως πρόγευση παραδείσου στις "Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας".
Στο καινούργιο του βιβλίο "Σχεδόν Έρωτας" και ως ξόρκι θανάτου. Τον έρωτα μαζί με την ποίηση. Τη συνομιλία του συγγραφέα με τους ποιητές που αγάπησε. Αλλά και τη συνομιλία αυτή καθ΄ εαυτή του κειμένου, με ό,τι συγγενικό.
Στα περιεχόμενά του, εννέα ιστορίες.
Και ένα σημείωμα του συγγραφέα, αρκετά αποκαλυπτικό, για τις ιστορίες αλλά και γενικότερα τη δουλειά του. Τη δουλειά του που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο δισδιάστατο για τον μονοσήμαντο "κριτικό". Που τον αναζητεί πότε ως συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας και πότε μιας άλλης, λες κι η λογοτεχνία, τελικά, μοιράζεται και κόβεται στα δύο.
Αλλά και τώρα εμείς αναγκαστικά στα δύο θα τον χωρίσουμε. Ως συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας βεβαίως, παρ΄ ό,τι τον εκτιμώ, δεν τον απόλαυσα ποτέ γιατί σχεδόν μεγαλώσαμε παράλληλα, θέλω να πω ότι τον γνώρισα κι εγώ... μεγάλη. Αλλά ως συγγραφέα τον θεωρώ έτσι κι αλλιώς ήδη μεγάλο. Αρκούσε το ολιγοσέλιδο και αλληγορικό "Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο". Αλλά ακολούθησε το έτσι ή αλλιώς εντυπωσιακό μυθιστόρημα "Ιστορία Ευνούχου". Ο θείος έρωτας κόντρα στον ανθρώπινο. Ο ερωτισμός που υποτάσσεται, τελικά, στην εξουσία.
Στην "Ερωτική Αγωγή" ο συγγραφέας κατόρθωσε έναν άθλο. Να διατρέξει την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από τον έρωτα. Λες και να είναι ο άξονας πάνω στον οποίο πατά ο άνθρωπος, πάντοτε με το ένα του πόδι: για να αγγίξει τον θεό, τον θεϊκό εαυτό του, το κουκούτσι του είναι του, το απόλυτο. Το σημείο που τέμνεται, στα μύχια βάθη το φως και σκοτάδι.
Το ίδιο, ακριβώς, επιδιώκεται και στα εννιά διηγήματα. Ξεκινώντας αντίστροφα, απ΄ ότι ως τώρα έγινε, από την άπλετη θέα του παρόντος και καταλήγοντας σε ό,τι αρχικά αγάπησε. Σε ό,τι αποδείκνυε αυτό που θα γινότανε στο μέλλον.
Εξάλλου σ΄όλα η ίδια βασική εμμονή, όπως ο ίδιος αποδέχεται και παραδέχεται: "ο έρωτας" και "η συνομιλία των κειμένων".
Η συνομιλία των κειμένων σ΄αυτή τη συλλογή περισσότερο ορατή. Εφόσον και τα εννέα διηγήματα "ντύνονται" με την αύρα των ποιητών, το αχνάρι του ενός ακριβώς πάνω στο αχνάρι του άλλου. Ιστορίες που λες και συναντούν στον ουρανό των ιστορίων στίχους που υπογράφουν μεταξύ άλλων ο Σεφέρης, ο Καβάφης, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο Γιάννης Κοντός, η Ρούλα Κακλαμανάκη, ο Ν. Γ. Δαββέτας, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Τάκης Μενδράκος, ο Γιώργος Βέης, η Αθηνά Παπαδάκη, ο Γιάννης Τζανετάκης, ο Γιάννης Υφαντής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Γεωργούσης και ο Γιάννης Βαρβέρης. Στους οποίους και αφιερώνει τις ιστορίες του.
Ο έρωτας, η άλλη, η μεγάλη εμμονή, αγγίζει τα όρια της ταυτότητας στον "Δόλο". Μέσα από μαι ολυμπιονίκη που δεν γεννήθηκε ποτέ, όπως ποτέ δεν πέθανε κι εκείνο εκεί το άτυχο αγόρι που κάποτε υπήρξε.
Στη δεύτερη ιστορία "Όταν κάποιος Χρήστος γνώρισε μια Λέλα" ο έρωτας είχε μορφή παρένθεσης, εφόσον η κατάληξη για τον ήρωα ήταν τελικά ... προξενιό! Στν τρίτη "Με αεροπλάνα και βαπόρια" είναι ένας έρωτας που νίκησε τον χρόνο. Εφόσον στο φινάλε οι δυο παλιοί εραστές (νυν σύζυγοι) ζουν στο παρόν και στο παρελθόν τους ταυτόχρονα. Έτσι εκείνο το κορίτσι με την καπελιέρα στη Ζάκυνθο δεν θα γεράσει ποτέ. Στην τέταρτη ιστορία "Το κλομπ και το τσερκένι" ο έρωτας νικά τον θάνατο(εφόσον αυτό είναι και το μέγα ζητούμενο).
Στην πέμπτη, στις "Κόντρες", ξορκίζει τον φόβο του. Στην έκτη ιστορία "Νομίζω πως η λεωφόρος Συγγρού μου μοιάζει", ο έρωτας γίνεται δρόμος κι ύστερα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο με όλες τις αντιφάσεις μιας λεωφόρου Συγγρού που ξεπουλά, ξεπουλιέται και "βγαίνει" στη θάλασσα.
Στην έβδομη ιστορία "Οι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο", ο έρωτας αγγίζει τους αγγέλους.
Στην όγδοη "Οι χώροι των συνεργείων γι΄αυτοκίνητα έμοιαζαν με εκκλησίες", καθαγιάζει τους χώρους.
Στν ένατη "Τα δοκιμαστήρια των καταστημάτων που πουλάνε ρούχα" ο έρωτας γίνεται "ο άλλος".
Γιατί όλα, κι ο δρόμος, και οι πρόγονοι, κι ο άλλος, κι η κόντρα, και η ποίηση, και η γραφή, και η εξουσία, και η ερωμένη άγνωστη ή γνωστή τελικά οδηγούν πάντα σ΄αυτόν: στον έρωτα που θέλει να νικήσει την απώλεια και τον χρόνο. Στο "Σχεδόν έρωτα" τον ανθρώπινο που επιθύμησε μια υπέρβαση σχεδόν θεϊκή. Να τα βάλει με τον θάνατο και , τελικά, να τον νικήσει. Κι ας νικηθεί. Διότι θα νικηθεί οπωσδήποτε στο τέλος.
Ελένη Γκίκα -"ΕΘΝΟΣ ΑΟΥΤ" της Κυριακής, 30 Ιουλίου - 5 Αυγούστου, 2006
0 Comments:
Post a Comment
<< Home